Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφιλοχρήματος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφιλοχρήματ|ος <-η, -ο> [afilɔˈxrimatɔs] ΕΠΊΘ (ανιδιοτελής)

αφιλοχρήματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский