Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφοπλιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφοπλιστικ|ός <-ή, -ό> [afɔplistiˈkɔs] ΕΠΊΘ (χαμόγελο)

αφοπλιστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский