Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αχρωμάτιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αχρωμάτιστ|ος <-η, -ο> [axrɔˈmatistɔs] ΕΠΊΘ

1. αχρωμάτιστος (μη χρωματισμένος):

αχρωμάτιστος

2. αχρωμάτιστος ΠΟΛΙΤ:

αχρωμάτιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский