Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βήχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βή|χω <-ξα> [ˈvixɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με βήχω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский