Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βουτ|ώ <-άς, -ησα [ή -ηξα], -ήχτηκα, -η(γ)μένος> [vuˈtɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. βουτώ (βυθίζω σε υγρό):

βουτώ σε
tauchen in +αιτ

2. βουτώ (βυθίζομαι):

βουτώ σε
tauchen in +αιτ

3. βουτώ (κλέβω):

βουτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский