Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βούρτσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βούρτσα [ˈvurtsa] SUBST θηλ

1. βούρτσα (για καθάρισμα):

βούρτσα
Bürste θηλ
βούρτσα μπάνιου
Badebürste θηλ
βούρτσα πιάτων (λόλα)
Spülbürste θηλ
βούρτσα πλάτης
Rundbürste θηλ
βούρτσα χαλιού

2. βούρτσα (πινέλο):

βούρτσα
Pinsel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βούρτσα

βούρτσα πλάτης
βούρτσα χαλιού
βούρτσα μπάνιου
βούρτσα θηλ του κέρλινγκ
βούρτσα πιάτων (λόλα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский