Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . βρέχομαι VERB αυτοπ ρήμα

III . βρέχω <έβρεξα, βράχηκα, βρε(γ)μένος> [ˈvrɛxɔ] VERB απρόσ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με βρέχω

βρέχω το λαρύγγι μου οικ μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский