Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρεγμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρε(γ)μέν|ος <-η, -ο> [vrɛˈ(ɣ)mɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. βρε(γ)μένος (μάτια):

Παραδειγματικές φράσεις με βρεγμένος

βρεγμένος ως το κόκκαλο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский