Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γελέκο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γελέκο

γελέκο s. γιλέκο

Βλέπε και: γιλέκο

γιλέκο [jiˈlɛkɔ], γελέκο [jɛˈlɛkɔ] SUBST ουδ

γιλέκο [jiˈlɛkɔ], γελέκο [jɛˈlɛkɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский