Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γελωτοποιός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γελωτοποιός [jɛlɔtɔpiˈɔs] SUBST αρσ

1. γελωτοποιός (που του αρέσει να κάνει αστεία):

γελωτοποιός
Spaßmacher αρσ

2. γελωτοποιός (κλόουν):

γελωτοποιός
Clown αρσ

3. γελωτοποιός (σε ηγεμονική αυλή):

γελωτοποιός
Hofnarr αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский