Ελληνικά » Γερμανικά

Η, η [ˈita]

η [i] ΆΡΘ

η
die

ή [i] ΣΎΝΔ

ή
ήή
entwederoder

ο [ɔ] ΆΡΘ

ο
der

γητευτής (ο), γητεύτρια (η) SUBST

Καταχώριση χρήστη

η­μι­δι­ά­φα­νος ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
semitransparent αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Ελληνικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский