Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκαρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκαρί|ζω <-σα> [gaˈrizɔ] VERB αμετάβ

1. γκαρίζω (γάιδαρος):

γκαρίζω

2. γκαρίζω μτφ (φωνάζω πολύ δυνατά):

γκαρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский