Ελληνικά » Γερμανικά

γνωστικ|ός <-ή, -ό> [ɣnɔstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γνωστικός (αναφερόμενος στον νου):

γνωστικός
Vernunfts-

2. γνωστικός (αναφερόμενος στις γνώσεις):

γνωστικός
Kenntnis-
Kenntnisstand αρσ

3. γνωστικός (μυαλωμένος):

γνωστικός

4. γνωστικός ΨΥΧ:

γνωστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский