Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίγλωσσος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίγλωσσ|ος <-η, -ο> [ˈðiɣlɔsɔs] ΕΠΊΘ

1. δίγλωσσος (άτομο, έκδοση):

δίγλωσσος

2. δίγλωσσος μτφ (ανειλικρινής):

δίγλωσσος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский