Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίπρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίπρισμα [ˈðiprizma] SUBST ουδ

δίπρισμα
Doppelprisma ουδ
δίπρισμα
Biprisma ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский