Ελληνικά » Γερμανικά

δεσμά [ðɛzˈma] SUBST ουδ πλ

1. δεσμά (οι αλυσίδες):

δεσμά και μτφ
Fesseln θηλ πλ
ισόβια δεσμά

2. δεσμά (συναισθηματικός σύνδεσμος):

δεσμά
Bande ουδ πλ
τα δεσμά της φιλίας
die Bande ουδ πλ der Freundschaft

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский