Ελληνικά » Γερμανικά

δεχτός

δεχτός s. δεκτός

Βλέπε και: δεκτός

δεκτ|ός [ðɛkˈtɔs], δεχτ|ός [ðɛxˈtɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. δεκτός (με το οποίο συμφωνεί κανείς):

δεκτ|ός [ðɛkˈtɔs], δεχτ|ός [ðɛxˈtɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. δεκτός (με το οποίο συμφωνεί κανείς):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский