Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάβασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάβασμα [ˈðjavazma] SUBST ουδ

1. διάβασμα (ανάγνωση):

διάβασμα
Lesen ουδ
διάβασμα
Lektüre θηλ
δεν έχει καιρό για διάβασμα
υλικό για διάβασμα
Lektüre θηλ

2. διάβασμα (μελέτη):

διάβασμα
Lernen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με διάβασμα

υλικό για διάβασμα
Lektüre θηλ
δεν έχει καιρό για διάβασμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский