Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαδέχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαδέχ|ομαι <-τηκα> [ðiaˈðɛxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

διαδέχομαι κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский