Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαθέσιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαθέσιμ|ος <-η, -ο> [ðiaˈθɛsimɔs] ΕΠΊΘ

1. διαθέσιμος (προς διάθεση):

διαθέσιμος
είμαι διαθέσιμος
Kassenbestand αρσ ενικ

2. διαθέσιμος (που μπορεί να αγοραστεί):

διαθέσιμος

Παραδειγματικές φράσεις με διαθέσιμος

είμαι διαθέσιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский