Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακοπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακοπή [ðiakɔˈpi] SUBST θηλ

1. διακοπή (προσωρινή παύση):

διακοπή
Unterbrechung θηλ
χωρίς διακοπή
διακοπή του ρεύματος ΗΛΕΚ
Stromausfall αρσ
διακοπή γραμμής

2. διακοπή (οριστική παύση):

διακοπή
Abbruch αρσ
Stopptaste θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διακοπή

διακοπή θηλ ρεύματος
διακοπή γραμμής
χωρίς διακοπή
διακοπή θηλ (του) κυκλώματος
διακοπή του ρεύματος ΗΛΕΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский