Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμφισβητώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαμφισβητ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiaɱfizviˈtɔ] VERB μεταβ

1. διαμφισβητώ (αμφισβητώ):

διαμφισβητώ

2. διαμφισβητώ (διεκδικώ):

διαμφισβητώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский