Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαποτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαποτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiapɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. διαποτίζω (μουσκεύω):

διαποτίζω

2. διαποτίζω μτφ (με κάποιο συναίσθημα, με ιδέες):

διαποτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский