Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασχίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ασχίζω <-έσχισα, -ασχίστηκα, -ασχισμένος> [ðiaˈsçizɔ] VERB μεταβ

1. διασχίζω (δρόμο, ποταμό):

διασχίζω

2. διασχίζω (δάσος, έρημο):

διασχίζω

3. διασχίζω (σχίζω σε κομμάτια):

διασχίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский