Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διατρητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διατρητικ|ός <-ή, -ό> [ðiatritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

διατρητικός
Bohr-
Bohrwerkzeug ουδ
Bohrgerät ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский