Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαφθορέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαφθορέας [ðiafθɔˈrɛas] SUBST αρσ

1. διαφθορέας (κοινωνίας κτλ):

διαφθορέας
Verderber(in) αρσ (θηλ)

2. διαφθορέας (ανηλίκων):

διαφθορέας
Verführer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский