Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διεκδικητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεκδικητικ|ός <-ή, -ό> [ðiɛkðicitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. διεκδικητικός (άνθρωπος):

διεκδικητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский