Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διοικώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διοικ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiiˈkɔ] VERB μεταβ

1. διοικώ (κατέχω τη διοίκηση, έχω τον έλεγχο):

διοικώ

2. διοικώ (διευθύνω):

διοικώ

3. διοικώ ΣΤΡΑΤ:

διοικώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский