Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δρ|ω <-ας, -ασα> [ðrɔ] VERB αμετάβ

2. δρω (επενεργώ: φάρμακο κτλ):

δρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский