Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυσφορία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυσφορία [ðisfɔˈria] SUBST θηλ

1. δυσφορία (ενόχληση):

δυσφορία
Ärger αρσ

2. δυσφορία (αδιαθεσία):

δυσφορία
Verstimmung θηλ

3. δυσφορία (δυσαρέσκεια):

δυσφορία
Missfallen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский