Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δωροδοκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δωροδοκ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðɔrɔðɔˈkɔ] VERB μεταβ

δωροδοκώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский