Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δόκιμη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοκιμή [ðɔciˈmi] SUBST θηλ

2. δοκιμή (ρούχων):

Anprobe θηλ

3. δοκιμή (εξέταση, έλεγχος):

Test αρσ
Testergebnis ουδ
Testverfahren ουδ
Testmethode θηλ

4. δοκιμή (απόπειρα):

Versuch αρσ

5. δοκιμή (πείραμα):

Experiment ουδ
Versuch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский