Ελληνικά » Γερμανικά

ειρηνευτής (ειρηνεύτρια) [irinɛfˈtis, iriˈnɛftria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ειρηνευτής (ειρηνεύτρια)
Friedensstifter(in) αρσ (θηλ)

ειρηνευτικ|ός <-ή, -ό> [irinɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

χειρογεννήτρια [çirɔjɛˈnitria] SUBST θηλ ΗΛΕΚ

I . ειρην|εύω <-εψα, -εμένος> [iriˈnɛvɔ] VERB μεταβ (αντίπαλους)

II . ειρην|εύω <-εψα, -εμένος> [iriˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (ηρεμώ)

ειρήνευσ|η <-εις> [iˈrinɛfsi] SUBST θηλ

ειρηνιστής (ειρηνίστρια) [irinisˈtis, iriˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ειρηνοφιλία [irinɔfiˈlia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский