Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπορθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπορθ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛkpɔrˈθɔ] VERB μεταβ

1. εκπορθώ (πόλη):

εκπορθώ και μτφ

2. εκπορθώ (φρούριο):

εκπορθώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский