Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελληναράς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελληναρ|άς <-άδες> [ɛlinaˈras] SUBST αρσ

1. ελληναράς οικ (σοβινιστικός άνθρωπος):

ελληναράς

2. ελληναράς οικ (με θετική σημασία):

ελληναράς

3. ελληναράς οικ (ειρωνικά):

ελληναράς
toller Grieche αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский