Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμβολισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμβολισμός [ɛɱvɔlizˈmɔs] SUBST αρσ

1. εμβολισμός ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

εμβολισμός
Kolbenschlag αρσ

2. εμβολισμός ΝΑΥΣ:

εμβολισμός
Rammen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский