Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμποτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμποτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛmbɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. εμποτίζω (με υγρό):

εμποτίζω

2. εμποτίζω μτφ (με συναισθήματα, ιδέες):

εμποτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский