Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εντοπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εντοπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛndɔˈpizɔ] VERB μεταβ

1. εντοπίζω (περιορίζω):

εντοπίζω

2. εντοπίζω (βρίσκω):

εντοπίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский