Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενυπάρχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενυπ|άρχω <-ήρξα> [ɛniˈparxɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με ενυπάρχω

ενυπάρχω σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский