Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαλείφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαλεί|φω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ɛksaˈlifɔ] VERB μεταβ

1. εξαλείφω (σβήνω: με σφουγγάρι ή παρόμοιο):

εξαλείφω

2. εξαλείφω (χρώματα, ίχνη):

εξαλείφω

3. εξαλείφω (διαγράφω):

εξαλείφω

4. εξαλείφω (υποθήκη):

εξαλείφω

5. εξαλείφω (καταργώ):

εξαλείφω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский