Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαπάτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαπάτησ|η <-εις> [ɛksaˈpatisi] SUBST θηλ

εξαπάτηση
Betrug αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский