Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξημερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξημερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛksimɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. εξημερώνω (ζώο):

εξημερώνω

2. εξημερώνω (άγρια φυλή):

εξημερώνω

3. εξημερώνω μτφ (ηρεμώ):

εξημερώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский