Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξιχνιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξιχν|ιάζω <-ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος> [ɛksixniˈazɔ] VERB μεταβ

1. εξιχνιάζω (βρίσκω ακολουθώντας τα ίχνη):

εξιχνιάζω

2. εξιχνιάζω (διαλευκαίνω: έγκλημα):

εξιχνιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский