Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξωφρενισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξωφρενισμός [ɛksɔfrɛnizˈmɔs] SUBST αρσ

1. εξωφρενισμός (παραλογισμός):

εξωφρενισμός
Absurdität θηλ

2. εξωφρενισμός (στην ενδυμασία):

εξωφρενισμός
Extravaganz θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский