Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιδότηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιδότησ|η <-εις> [ɛpiˈðɔtisi] SUBST θηλ

1. επιδότηση (χρηματικό ποσό):

επιδότηση
Zuschuss αρσ
επιδότηση εξαγωγών
Exportprämie θηλ
επιδότηση επενδύσεων
επιδότηση επιτοκίου
Zinszuschuss αρσ
επιδότηση της γεωργίας, αγροτική επιδότηση
επιδότηση παραγωγών

2. επιδότηση (η πράξη):

επιδότηση
Bezuschussung θηλ
η επιδότηση κάποιου πράγματος
η επιδότηση κάποιου πράγματος

Παραδειγματικές φράσεις με επιδότηση

επιδότηση της γεωργίας, αγροτική επιδότηση
επιδότηση θηλ επιτοκίου
επιδότηση θηλ εξαγωγών
επιδότηση εξαγωγών
επιδότηση επενδύσεων
επιδότηση παραγωγών
επιδότηση επιτοκίου
η επιδότηση κάποιου πράγματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский