Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιμελητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιμελητής (επιμελήτρια) [ɛpimɛliˈtis, ɛpimɛˈlitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. επιμελητής (αυτός που ασκεί εποπτεία):

επιμελητής (επιμελήτρια)
Aufseher(in) αρσ (θηλ)

2. επιμελητής ΠΑΝΕΠ:

επιμελητής (επιμελήτρια)

3. επιμελητής ΝΟΜ:

δικαστικός επιμελητής
Gerichtsvollzieher(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με επιμελητής

δικαστικός επιμελητής
Gerichtsvollzieher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский