Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιπόλαιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιπόλαι|ος <-η, -ο> [ɛpiˈpɔlɛɔs] ΕΠΊΘ

1. επιπόλαιος (επιφανειακός, από χαρακτήρα, για τραύμα):

επιπόλαιος

2. επιπόλαιος (ελαφρόμυαλος, ανερμάτιστος):

επιπόλαιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский