Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εποικοδομώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εποικοδομ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpikɔðɔˈmɔ] VERB μεταβ

1. εποικοδομώ (σε κτήριο):

εποικοδομώ

2. εποικοδομώ μτφ:

εποικοδομώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский