Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επουλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επουλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpuˈlɔnɔ] VERB μεταβ και μτφ

επουλώνω

II . επουλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский