Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εποχικός εποχιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εποχι(α)κ|ός <-ή, -ό> [ɛpɔçi(a)ˈkɔs] ΕΠΊΘ (απασχόληση κτλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский